Η ιστορία της Καστοριάς

Η πόλη της Καστοριάς

Οι αρχαίοι χρόνοι

Γεωγραφική περιοχή

Η Καστοριά ανήκει στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που είναι γνωστός στην αρχαιότητα ως Ορεστίδα [Ορέστια, Ορεστιάδα] και οφείλει το όνομά του στα «όρη», την ορεινή δηλ. διαμόρφωση του εδάφους.

Κατά τη μυθολογική παράδοση το όνομα οφείλεται στον Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα, ο οποίος ήρθε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή έχοντας μαζί του τους Αιολείς αποίκους.

Η Ορεστίδα, που βρισκόταν στην περιοχή γύρω από τον Αλιάκμονα, ορίζονταν ανατολικά από την Εορδαία, νότια από την Ελιμεία, βόρεια από τη Λυγκηστίδα και δυτικά από την οροσειρά του Βοϊου, η οποία την χώριζε από την Ιλλυρία και την Ήπειρο.

Η Ορεστίδα, μαζί με τις άλλες περιοχές που σήμερα αποτελούν τη Δυτική Μακεδονία, κατά την αρχαιότητα συγκροτούσε ιδιαίτερη γεωγραφική ενότητα γνωστή ως «Άνω Μακεδονία».

Πριν από την ενσωμάτωση της περιοχής Πριν από την ενσωμάτωση της περιοχής στο μακεδονικό κράτος από το Φίλιππο Β η Άνω Μακεδονία ήταν χωρισμένη σε «έθνη» (Ορέστες, Ελιμιώτες, Λυγκηστές, Εορδαίοι, Πελαγόνες), ονομασίες που διατήρησαν και μετά την κατάκτησή τους.

Οι πρώτοι κάτοικοι

Φαίνεται ότι η εγκατάσταση των φυλών αυτών στην περιοχή έγινε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και κάτω από διαφορετικούς αρχηγούς, γι’ αυτό και έμειναν χωρισμένες.

Ως πρώτοι κάτοικοι της Ορεστίδας αναφέρονται οι πελασγοι Ορέστες, οι οποίοι, πριν έρθουν στην περιοχή, κατοικούσαν βορειότερα στη Λυγκιστίδα και την Πελαγονία.

Οι Ορέστες, όπως και τα άλλα φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Άνω Μακεδονίας, είχαν μακεδονική καταγωγή κατά τη μαρτυρία του Θουκιδίδη. Τα φύλα αυτά υπό την ηγεσία των Αργεάδων κατέλαβαν την Εορδαία και στη συνέχεια την Ημαθία.

Το κράτος της Ημαθίας, το οποίο επεκτάθηκε προς τη θάλασσα (Πέλλα) υπέταξε στη συνέχεια τα έθνη της Άνω Μακεδονίας και συνένωσε όλη τη Μακεδονία κάτω από το σκήπτρο των Αργεάδων, οι οποίοι αργότερα συνέδεσαν για πολιτικούς λόγους την καταγωγή τους με τους Τημενίδες και το Άργος της Πελοποννήσου.

Καστοριά – Προέλευση του ονόματος

Η Καστοριά φαίνεται ότι οφείλει το όνομά της στη λίμνη της. Πραγματικά, το όνομα Καστοριά αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Προκόπιο(μέσα του 6ου αι. μ.Χ.) ως όνομα της λίμνης, η οποία με τη σειρά της φαίνεται πως ονομάστηκε έτσι από τους Κάστορες, τα μικρά δηλαδή γουνοφόρα ζώα που ζούσαν σε παλαιότερες εποχέςμέσα στη λίμνη ή γύρω από αυτή.

Άλλες απόψεις γύρω από την προέλευση του ονόματος, όπως ότι το όνομα προέρχεται από τη λέξη Κάστρο (λατ. Catrsum), ή από το μυθικό Κάστορα, ήρωα που λατρεύονταν στην περιοχή, δε φαίνονται να αιτιολογούνται επαρκώς.

Από τους περισσότερους μελετητές η Καστοριά ταυτίζεται με το αρχαίο Κέλετρο, μια πόλη που μνημονεύεται μόνο από το ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο κατά την περιγραφή της πορείας των ρωμαϊκών στρατευμάτων με επικεφαλής τον P. Sulpicius Galba στην περιοχή εναντίον του Φιλίππου Ε'(198 μ.Χ.)

Σε ότι αφορά στην προέλευση του ονόματος της πόλης αυτής διατυπώθηκαν από τους μελετητές δυο απόψεις.

Η πρώτη υποστηρίζει ότι η λέξη Κέλετρο προέρχεται από το ρήμα κήλω=θέλγω, γοητεύω, συνεπώς η πόλη που θέλγει και η δεύτερη ότι προήλθε από τη λέξη κήκηθρον> κάλαθρον> κέλετρον = καλάθι, είδος εργαλείου ψαρικής.

Διοκλητιανούπολη

Ο αρχαιολογικός χώρος βόρεια του Άργους Ορεστικού (Χρούπιστα), γνωστός στους περίοικους ως Αρμενοχώρι, ταυτίστηκε με τη Διοκλητιανούπολη. Βασική πηγή για την ταύτιση της πόλης αποτελεί εδάφιο του Προκοπίου.

Η πόλη ήταν τειχισμένη. Η περιμετρος των τειχών είναι φανερή σε αρκετά σημεία. Η Διοκλητιανούπολη, όπως σημειώνει ο αείμνηστος αρχαιολόγος Θ. Παπαζώτος, είναι χτισμένη δίπλα στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα στο κέντρο εύφορης κοιλάδας. Ένα ρέμα με ελάχιστο νερό χωρίζει στα δύο τον περιτειχισμένο χώρο.

Η κάτοψη της πόλης έχει τη μορφή τραπεζιού. Στα νότια, ορίζεται από τη ροή του Αλιάκμονα. Η περίμετρος των τειχών είναι περισσότερο από 2.800μ. και ο ωφέλιμος χώρος της πόλης είναι 400.000 τ.μ.

Το 1976 με τις εργασίες ανοικοδόμησης σφαγείων στο χώρο του Αρμενοχωρίου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η ανασκαφή της πρώτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής από τους αρχαιολόγους Α. Τούρτα, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα και Δ. Ευγενίδου, ενώ συμμετείχε και η ΙΖ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.

Ωστόσο, συστηματική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο άρχισε το 1998 από τον αρχαιολόγο Θ. Παπαζώτο, προϊστάμενο της11ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1991 και αποσκοπούσαν στην οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου. To 1996 ξεκίνησαν από την 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων εργασίας αποκάλυψης και ανάδειξης τμημάτων του χώρου.

Έχουν ανασκαφεί, από τον Θ. Παπαζώτο μια παλαιοχριστιανική βασιλική Α εντός των τειχών, όπως και δυο οικίες, και δυο παλαιοχριστιανικές βασιλικές εκτός των τειχών, αλλά βρέθηκαν και σποραδικές ταφές χωρίς κάποια οργάνωση.

Οι ανασκαφές

Οι περισσότερες ταφές είναι καμαροσκέπαστες με ποικίλους προσανατολισμούς. Ανάμεσα τους υπάρχει ένα λατρευτικό κτίσμα που θα μπορούσε να ερμηνευτεί, όπως σημειώνει ο Θ. Παπαζώτος, ως ηρώο ή χώρος μυστικιστικής αγροτικής λατρείας του τέλους του 2ου αρχών του 3ου αιώνα.

Μέσα στο χώρο βρέθηκαν ένα χέρι αγάλματος και τεμάχια ορθομαρμάρωσης από λευκορόδινο μάρμαρο.

Στο μέσο περίπου του οικισμού και προς βορρά ανασκάφηκε η πρώτη παλαιοχριστιανική βασιλική Α.

Πρόκειται για λατρευτικό χώρο με δυο κύριες κτιριακές φάσεις. Τμήματα ψηφιδωτού δαπέδου διατηρούνται στη Β.Α. περιοχή, στο Ιερό. Στον ανατολικό και βόρειο τοίχο του βορείου παστοφορίου έχουμε λείψανα τοιχογραφικού διακόσμου.

Σε απροσδιόριστο χρόνο, ο χώρος της βασιλικής μετατρέπεται σε εκτεταμένο νεκροταφείο. Οι ταφές δεν είχαν ευρήματα. Σε απόσταση 500μ εκτός της βορειοδυτικής πλευράς των τειχών εντοπίστηκε μια βασιλική μικρών διαστάσεων.

Λατρευτικός πυρήνας της βασιλικής είναι ένας καμαροσκέπαστος τάφος με προθάλαμο και βαθμίδες καθόδου. Ο κύριος θάλαμος είχε στη νότια πλευρά κτιστή κλίνη με οστά νεκρού.

Η αρχιτεκτονική μορφή της εκκλησίας είναι ιδιότυπη.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΚΕΙΜΕΝΑ

«Πόλις δε ην τις επί θεσσαλίας, Διοκλητιανούπολις όνομα, ευδαίμων μεν το παλαιόν γεγενημένη, προϊόντος δε του χρόνου βαρβάρων οι επιπεσόντων καταλυθείσακαι οικητόρων έρημος γεγονυία επί μακρότατον λίμνη δε τις αυτή εν γειτόνων τυγχάνει ουσα, η Καστορία ωνόμασται. Και νησος κατά μέσον της λίμνης τοις ύδασιν περιβέβληται.

Μία δε εις αυτήν είσοδος απότης λίμνης εν στενω λέλειπται, ου πλέον ες πέντεκαιδέκα διηκούσα πόδας, όρος τε τηνήσω επανέστηκεν υψηλόν άγαν, ήμισυ μεν τη λίμνη καλυπτόμενον, τω δε λειπομένω εγκείμενον.

Διο δηο βασιλεύς ουτος τον Διοκλητιανούπολις υπεριδών χώρονάτε που διαφανώς ευέφοδονόντα και πεπονθότα πολλω πρότερον άπερ ερρήθη, πόλιν εν τη νήσω οχυροτάτην εδείματο, και το όνομα, ως εικός, αφηκε τη πόλει»

(Προκοπίου, Περί κτισμάτων, IV 3, Lipsiae 1964, σ. 112).

Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι

Η Ενσωμάτωση στο Μακεδονικό κράτος

Πρώτος ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α’ ο Φιλέλλην (498-454 π.Χ.)επέκτεινε την επιρροή του στην περιοχή τη Άνω Μακεδονίας ,χωρίς να υπάρξει σύγκρουση. Ο Φίλιππος Β’ και στη συνέχεια ο Μέγας Αλέξανδρος ενσωμάτωσαν την Άνω Μακεδονία στο κράτος τους.

Οι κάτοικοί της όμως, αν και συμμετείχαν ενεργά στις μεγάλες κατακτήσεις και αισθάνονταν ότι ανήκαν στο μακεδονικό κράτος διατήρησαν τα εθνικά τους ονόματα (Μακεδών εξ Ορεστίδας, Μακεδόνες Εορδαίοι) ακόμη και σε μεταγενέστερους χρόνους.

Η Άνω Μακεδονία διατηρούσε ένα αρχέγονο τρόπο ζωής με τον πληθυσμό κατ εξοχή κτηνοτροφικό και γεωργικό υπό την ηγεσία ισχυρών οικογενειών και γαιοκτημόνων.

Πόλεις ελληνικού τύπου έλειπαν, όχι μόνο στην αρχαιότερη εποχή αλλά και επί Φιλίππου Β’ .Ίσως αυτό να οφείλεται στην καθυστερημένη ενσωμάτωσή τους στο μακεδονικό κράτος.

Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου

Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου η Άνω Μακεδονία ακολούθησε την τύχη του μακεδονικού κράτους. Κατά το 2ομακεδονικό πόλεμο μεταξύ Φιλίπππου Ε’ και Ρωμαίων (200 π.Χ. ) στην περιοχή έγιναν εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις.

Οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στην περιοχή και πολιόρκησαν το Κέλετρο. Μετά τη λήξη του 2ου μακεδονικού πολέμου (196 π.Χ. ) οι Ορέστες ανακηρύχθηκαν ελεύθεροι, γιατί είχαν αποστατήσει από το Φίλιπππο Β’ και πολέμησαν στο πλευρό των ρωμαίων.

Τέταρτο διαμέρισμα της Μακεδονίας

Ελεύθερη περιοχή

Κατά τον 3ο μακεδονικό πόλεμο οι Ορέστες πολέμησαν, μαζί με τους άλλους κατοίκους της Άνω Μακεδονία στο πλευρό του Περσέα εναντίον των ρωμαίων. Μετά τη μάχη της Πύδνας (167 π.Χ.) η περιοχή κατατάχθηκα στο 4 ο διαμέρισμα της Μακεδονίας. (Macedonia Quarta).

Όταν to 148 π.Χ η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, η Άνω Μακεδονία αναγνωρίστηκε ως ελεύθερη περιοχή. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 3ου μ.Χ αι. Με την παραχώρηση των δικαιωμάτων του ελεύθερου πολίτη στους υπηκόους του ρωμαϊκού κράτος από τον αυτοκράτορα Καρακάλα (212 μ.Χ.) το προνόμιο της Άνω Μακεδονίας ήταν πια περιττό.

Τα «κοινά» ή «έθνη»

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν αναπτύσσονται τα «κοινά» ή «έθνη» ως αυτόνομες ομοσπονδιακές ενώσεις πόλεων με βουλή, εκκλησία του δήμου και ετήσιους άρχοντες, αναφέρονται σε επιγραφές το «κοινό των Ορεστών», «το κοινό των Ελιμιωτών», «το έθνος των Λυγκηστών» και μία «Ενωση Δασσαριτίων» (κατοίκων της Ιλλυρίας).

Οι κάτοικοι χαρακτηρίζονται, όπως και οι πολίτες της Κεντρικής Μακεδονίας, από το όνομα της πόλης και του κοινού, π.χ. Μακεδών Ελιμιώτης εκ Πυθείου. Για τις φορολογικές υποχρεώσεις των κοινών δεν έχουμε πολλές πληροφορίες.

Στα μέσα του 3ου μ. Χ. αι. κατά τη μεγάλη κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η δυτική Μακεδονία υφίσταται σοβαρές καταστροφές. Μετά την αναδιοργάνωση επί Διοκλητιανού, η Ορεστίδα υπάγεται στη νέα ρωμαική επαρχία, τη Θεσσαλία.

Το «Δόγμα» ή η «Διάταξη» της Βάττυνας

Πρόκειται για ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα 1,35*0,59 που βρέθηκε στη θέση «Σκαλί» κοντά στο σημερινό Κρανοχώρι και ήταν τοποθετημένη στο νάρθηκα του ναού των Αγ, Αναργύρων.

Η πλάκα περιλαμβάνει το ψήφισμα της πόλης Βάττυνας με το οποίο δεν επιτρέπονταν σε κανέναν επαρχιακό να κατέχει δημόσια γη. Εάν γινόταν αυτό ο πολιτάρχης=άρχοντας της πόλης έπρεπε να πληρώσει στο ταμείο 5000 δηνάρια και άλλα 5000 στην πολιτεία.

Η χρονολογία είναι μεταξύ 340=192 μ.Χ. Από την επιγραφή μαθαίνουμε ότι υπήρχε στις δυτικές εσχατιές της Μακεδονίας πόλημε τέτοια οργάνωση, που κρατούσεδημ΄΄οσιο αρχείο και τιμωρούσε τους άρχοντες. Το κείμενο ακολουθούν 52 υπογραφές που αναφέρονται σε γνωστά μακεδονικά και ελληνικά ονόματα.

 

Add a Comment

Your email address will not be published.