|
13ος μ.χ. αι. - Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1204 μ.Χ.)
Τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204 μ.Χ.) η Καστοιά υπήρξε τόπος σκληρών συγκρούσεων των στρατευμάτων του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, των κρατών που προέκυψαν από το διαμελισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 1251 μ. Χ ο αυτοκράτορας επισκέφτηκε την πόλη. Δυο χρόνια όμως αργότερα ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β' ανακατέλαβε την πόλη, για να την χάσει και πάλι σε σύντομο χρόνο από τον αντίπαλό του. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Δούκα Βατάζη (1254), ο δεσπότης της Ηπείρου επανάκτησε την πόλη, την οποία και κράτησε μέχρι το 1259, όταν ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος έστειλε εναντίον του το σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, ο οποίος και ανέκτησε την περιοχή και την πόλη (μάχη της Πελαγονίας).
Από το 1261 η Καστοριά ανήκε και πάλι στην ανασυγκροτημένη από το Μιχάλη Η' Παλαιολόγο βυζαντινή αυτοκρατορία.
ΚΕΙΜΕΝΑ:
Ακροπολίτης Γ. annales 49, σελ. 98, εκδ. Βόννης. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας βρίσκονταν στη Βέροια, όταν τον επισκέφτηκαν απροσδόκητα ο Γκλάβάς,διοικητής του Μιχαήλ Β', του δεσπότη της Ηπείρου, στην Καστοριά και στη συνέχεια ο «τακοινά διέπων» της πόλς Πετραλείφας,οι οποίοι του παρέδωσαν την Καστοριά. «Ουτωσί δε διατεθειμένου του βασιλέως παρ'ελπίδας επιφοιτά τω βασιλεί πρόσφυξ από Καστοριάς Γκλαβάς, και συνεχώς ο Πετραλείφας...ος τα κοινά διέπων ην τω βασιλεί Ιωάννη...Ευθύς γαρ η Καστορία και η περί αυτήν άπασαχώρα προσερρύη τω βασιλει...». Εφραίμ, στ. 348 και 8695. δες: Τσαμίση Π. Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι 1949, σελ. 24.
Για τη μάχη της Πελαγονίας περισσότερα δες: Ροχόντζης Φρ., Η αναβίωση του ελληνισμού και η παρακμή της φραγκοκρατίας. Η μάχη της Καστοριάς (1259 μ.Χ.), Μακεδονικά τ.22ος, σελ.340-355. στην πραγματικότητα δεν έγινε μάχη. Η νίκη των βυζαντινών εναντίον του δεσπότη της Ηπείρου οφείλονταν σε δόλιο στρατήγημα από αυτά που χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά (αναχώρηση του Μιχαήλ Β΄ και διάλυση του στρατού του ) οι βυζαντινού. (Εφραίμ, στ. 9378).
|